- μετεωροσκοπία
- ηη επιστήμη που ασχολείται με τα μετέωρα, τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετεωροσκοπία — η [μετεωροσκόπος] η επιστήμη που εξετάζει τα μετέωρα … Dictionary of Greek
ASTROLABIA — recentioribus dicta sunt, μετεωροσκὀπια Veterum; quae non solum de die valent, ut σκιόθηρα, sed et die ac nocte ad intervalla, magnitudines ac loca singularum stellarum signanda, sunt excogirata. Μετέωρα enim stellas quoque vocârunt Vereres, et… … Hofmann J. Lexicon universale
μετεωροσκοπικός — ή, ό (Α μετεωροσκοπικός, ή, όν [μετεωροσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μετεωροσκόπο ή στο μετεωροσκόπιο («μετεωροσκοπικές παρατηρήσεις») αρχ. φρ. α) «μετεωροσκοπική τέχνη» η μετεωροσκοπία β) «μετεωροσκοπικὸν ὄργανον» το μετεωροσκόπιο.… … Dictionary of Greek